- διίφιλος
- διίφιλοςdear to Zeusmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διίφιλος — διίφιλος, ον (Α) ο αγαπητός στον Δία. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. διίφιλος αντί διFείφιλος < διFει αρχ. δοτ. / τοπική τού ονόμ. Ζευς (γεν. Διός) + φίλος (βλ. και διιπετής)] … Dictionary of Greek
διίφιλον — διίφιλος dear to Zeus masc/fem acc sg διίφιλος dear to Zeus neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διιφίλους — διίφιλος dear to Zeus masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διίφιλε — διίφιλος dear to Zeus masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διίφιλοι — διίφιλος dear to Zeus masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ζευς — Η κορυφαία θεότητα στο αρχαίο ελληνικό πάνθεον. Βλ. λ. Δίας. (Αστρον.) Πλανήτης του ηλιακού συστήματος. Βλ. λ. Δίας (Αστρον.). * * * και Δίας, ο (AM Ζεύς, Διός) 1. (στην αρχαία Ελλάδα) βασιλιάς και πατέρας θεών και ανθρώπων, θεός τού ουρανού και… … Dictionary of Greek
διιπετής — διιπετής, ές (Α) 1. αυτός που έπεσε από τον Δία, δηλ. από τον ουρανό, ουρανοκατέβατος 2. (για ποταμούς, ανέμους κ.λπ.) ορμητικός 3. αυτός που βρίσκεται σε συνεχή ροή 4. θεϊκός, λαμπρός, αστραφτερός 5. φρ. «διιπετεῑς οἰωνοί» οιωνοί που πετούν προς … Dictionary of Greek
φίλος — ίλεος, τὸ, Α φιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπλασμένος τής λ. φιλία, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. μῖσος, νεῖκος]. η, ο / φίλος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και φίλαινα Ν, θηλ. και ος Α 1. αγαπητός, προσφιλής (α. «φίλο έθνος» β. «μηκέτι,… … Dictionary of Greek